κυβηλικός — κυβηλικός, ή, όν (Α) [κύβηλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πέλεκυ … Dictionary of Greek
κυβηλικόν — κυβηλικός as with an axe masc acc sg κυβηλικός as with an axe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)